Η Φωτογραφία

Παρατηρώντας αυτή τη φωτογραφία, η οποία ελήφθη κατά τη διάρκεια ενός Πασχαλινού Μεσονύκτιου Αγιασμού στο Ι.Ν. του αγ. Ιωάννη του Χρυσοστόμου στο Μπάρι, προκαλεί μια πολύ σύντομη σκέψη.

Η σιωπή και το σκοτάδι στα οποία βυθίζονται οι δύο ιερείς της φωτογραφίας αντανακλούν την ηρεμία της ψυχής την ώρα της προσευχής. Όλα γύρω τους εξαφανίζονται και αφήνουν χώρο στην ησυχία της σιωπής, η οποία δεν είναι μία απλή απουσία ήχου, αλλά αποκαλύπτει και την διάθεση για την ακοή («Μίλησε, Κύριε, γιατί ο υπηρέτης σου ακούει 1 Σαμ.3, 1-20).

Η απαγγελία μιάς προσευχής η οποία συνήθως χαρακτηρίζεται από την συνεχής επανάληψη των προσυσκευασμένων στίχων, σε αυτή τη συγκεκριμένη διάσταση, εξαφανίζεται, διαλύεται, εξατμίζεται. Σε αυτή τη σιωπή, το εγώ συρρικνώνεται από τις περιττές συσσωρευμένες σκέψεις, εγκαταλλείπει τα φύλλα της συκιάς του Αδάμ, γνωρίζοντας καλά την αναποτελεσματικότητα τους  και τη ματαιότητα τους, επειδή είναι ενώπιον του Θεού, είναι μπροστά σε Αυτόν που τον δημιούργησε, που τον λύτρωσε, που τον αγιάζει.  Η ίδια η σιωπή διαπερνάει τα οστά του και τον προδιαθέτει στην πολυπόθητη ακοή. Με το σκοτάδι χάνεται στην ύπαρξή του προς τον Σωτήρα, ενώ τα μάτια, διασταλούν, ψάχνουν το φως Του για να Τον φτάσουν νωρίτερα.

Aυτή η φωτογραφία αποκαλύψει το ιδανικό κλίμα για τη συνάντηση μεταξύ του πλάσματος και του Δημιουργού του. Όπως ακριβώς στο σκοτάδι κάποιος ενστικτωδώς αναζητεί το Φως, έτσι και στη σιωπή, ο άνθρωπος αποδέχεται και αναζητεί το Λόγο του Θεού.

Τα ανόητα φώτα που προτείνει ο κόσμος, σε αυτό το ιερό σκοτάδι, δεν λάμπουν, δεν προχωρούν: η Αλήθεια που εκδηλώνεται εδώ επισκιάζει το ψέμα. Η συνεχής και αποπροσανατολιστική φωνή του κόσμου σε αυτή την ιερή σιωπή δεν έχει κανένα αποτέλεσμα: εδώ είναι η Βασιλεία του Ιερού Λόγου. Αυτή ακριβώς  η περίσταση με κάνει να βλέπω σε αυτή την εικόνα μια όαση στην έρημο, ένα ασφαλές λιμάνι στην θυελλώδη θάλασσα (“Είπε πάλι ο Σίμων στον Ιησού: Κύριε, είναι καλό για μας να μείνουμε εδώ, αν θέλεις, θα κάνω εδώ τρεις σκηνές, μία για σενα, μία για τον Μωυσή και μία για τον Ηλία. Μιλούσε ακόμα όταν ένα λαμπερό σύννεφο τους τύλιξε μεσ’ τη σκιά του … ” Ματ. 17, 1-9).

Αυτό το σκοτάδι είναι καλοήθεις, περιτυλίγει και κρύβει όλες τις διαφορές, είτε είναι ιστορικές, είτε πολιτιστικές, ακόμη και εκείνες που σημάδευουν τα άμφια των ιερέων, το ένα Λατινικό και το άλλο Βυζαντινό (“…δεν υπάρχει πλέον Ιουδαίος ούτε Έλληνας, δεν υπάρχει ούτε δούλος ουδέ ελεύθερος, δεν υπάρχει ούτε άνδρας ούτε γυναίκα, γιατί όλοι είμαστε ένα με τον Ιησού Χριστό”. Γαλ. 3:28). Το φως που ακτινοβολεί στο κέντρο του σκότους, δεν δίνει έμφαση στις «εξωτερικές διαφορές», δεν τονίζει τις διακρίσεις, αλλά λάμπει ομοιόμορφα στο πρόσωπο, ενώ τα μάτια κοιτούν προς αυτό και προς τον Λόγο του Θεού. Το φως φαίνεται να λάμπει ακόμα περισσότερο σε αυτήν την αρχαία χαραγμένη πήλινη Εικόνα, ενώ ο Λόγος μας θυμίζει την ζωτική αναπνοή που εξεδώθηκε πάνω στον Σταυρό για την αποκατάσταση της χαμένης ομοιότητας του ανθρώπου με τον Πρωτότοκο.

Σ΄αυτή τη στιγμή, απαθανατισμένη σε μια φωτογραφική λήψη, όλα όσα κατέχει ο άνθρωπος δεν μετράνε πλέον τίποτα. Ο ίδιος άνθρωπος μεταμορφώνεται από το φως και γίνεται αληθινός άνθρωπος. Όλα τα βάρη, οι αγωνίες, η κούραση, οι σκέψεις, οι κρίσεις, εξαφανίζονται. Το Φως τα πήρε μακριά.

Το βλέμμα του ιερέα προς το φωτισμένο Λόγο του Θεού είναι το κλειδί για την αντίληψη των πραγμάτων. Ο Θεός είναι συνεπής και πιστός: τήρησε την υπόσχεση που έκανε στον Αδάμ  και ο Χριστός υποσχέθηκε πως θα επιστρέψει.
Σε αυτή τη σιωπή, στο σκοτάδι αυτής της ιερής νύχτας, γιορτάζοντας τη μνήμη του θανάτου και της ανάστασής Του, όπως μας διέταξε, είναι ακριβώς αυτό που πραγματικά περιμένουμε: την αιώνια επιστροφή Του.

Paolo Scagliarini