Οι πραγματικοί φτωχοί

Πολλές φορές το θέμα της φτώχειας συνδέεται με τα Χριστούγεννα. Το Παιδί που τοποθετείται στη φάτνη και το ζευγάρι, ο Ιωσήφ και η Μαρία, που δεν γίνονται δεκτοί, στο κοινό μας συναίσθημα και στα μάτια του κόσμου, είναι η πλαστική αναπαράσταση του τι είναι η φτώχεια. Ο Θεός επέλεξε να γίνει άνθρωπος, να στήσει τη σκηνή του ανάμεσά μας, αποποιούμενος τον πλούτο και τις ανέσεις που θα μπορούσε να έχει. Άλλωστε, ο Απόστολος των Εθνών, ο Άγιος Παύλος, λέει στην επιστολή του προς τους Φιλιππησίους: «Ο Ιησούς, ο οποίος, αν και ήταν Θεός, δε θεώρησε την ισότητά του με το Θεό αποτέλεσμα αρπαγής, αλλά τα απαρνήθηκε όλα, και πήρε μορφή δούλου· έγινε άνθρωπος· και όντας πραγματικός άνθρωπος ταπεινώθηκε θεληματικά υπακούοντας μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού.» (Φιλ. 2, 6-8). Αυτή η απογύμνωση του Θεού θεωρείται εύκολα ως εξαθλίωση.

Επομένως, πιστεύουμε ότι έχουμε καταλάβει καλά τι είναι η φτώχεια και αυτό μας οδηγεί να μην ερευνούμε περαιτέρω, όπως ακριβώς κάνουμε για πράγματα που θεωρούνται δεδομένα. Κι όμως, μια βαθύτερη ανάγνωση του Ευαγγελίου θα μπορούσε να μας εκπλήξει και σε αυτό το θέμα. Ξέρουμε καλά ποιοι είναι οι φτωχοί και οι άποροι; Μπορούμε να τους αναγνωρίσουμε;

Σίγουρα η «φτώχεια» έχει αρνητική χροιά και όλοι κάνουμε ό,τι μπορούμε για να την εξαλείψουμε: είναι η στέρηση ή η έλλειψη κάτι ζωτικής σημασίας χωρίς το οποίο δεν μπορεί κανείς να ζήσει ή η ζωή γίνεται βάσανο. Φτωχοί είναι αυτοί που είναι άστεγοι, που δεν έχουν χρήματα, που δεν έχουν τίποτα να φάνε. Όλοι οι φτωχοί υποφέρουν από την πείνα και την ανάγκη στη σάρκα τους. Είναι όμως όντως αυτή η φτώχεια που αναφέρεται συνεχώς στο Ευαγγέλιο; Οι φτωχοί στερούνται ό,τι είναι απαραίτητο για να ζήσουν, αλλά τι χρειάζεται πραγματικά ο άνθρωπος για να ζήσει; Η φράση «Ο άνθρωπος δε ζει μόνο με ψωμί, αλλά με κάθε λόγο που βγαίνει από το στόμα του Θεού» ( Δευτερονόμιο 8,3· Ματθ . 4, 4 και Λκ . 4, 4) είναι μια πρόταση περίστασης ή μια επιβεβαίωση μιας πραγματικότητας που κρύβεται από εμάς; Και αν κρύβεται, μας το έχει αποκαλύψει ο Χριστός;

Από μια ανάγνωση της Ιεράς Γραφής φαίνεται ότι η φτώχεια δεν υπήρχε στον επίγειο Παράδεισο όπου, αντίθετα, υπήρχε αφθονία των πάντων ώσπου στον άνθρωπο δεν έλειπε τίποτα. Είναι λοιπόν φανερό ότι η αμαρτία, η ανυπακοή, η ανατροπή της τάξης, της οποίας ο άνθρωπος προκάλεσε, εισήγαγαν στον κόσμο τη φτώχεια, τον πόνο και την αγωνία μαζί με τον θάνατο. Σχετικά με αυτό ο Ιησούς, σε σχέση με την αποστολή του, λέει «εγώ όμως ήρθα για να έχουν τα πρόβατά μου ζωή, και μάλιστα ζωή περίσσια» (Ιωάν. 10:10) θέλοντας να επαναφέρει την ανθρωπότητα στον αρχικό της σκοπό από τον οποίο αποσπάστηκε η προσοχή λόγω των διαστρεβλωμένη χρήση της ανθρώπινης ελευθερίας.

Η «αφθονία» της κοσμικής ζωής είναι σίγουρα η εξάλειψη κάθε κατάστασης φτώχειας και ανάγκης. Νομίζω ότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για αυτό. Αλλά πώς να φτάσουμε, ή καλύτερα, πώς να επιστρέψουμε στην Αληθινή ζωή; Είναι ο ίδιος ο Ιησούς που μας το εξηγεί και μας το διδάσκει με τη ζωή του, με το παράδειγμά του, με τα λόγια του. Ο Δάσκαλος μας διδάσκει κυρίως να ζούμε με έναν εκ διαμέτρου αντίθετο τρόπο από το πώς μας το προτείνει ο κόσμος, από το πώς το σχεδιάσαμε εμείς. Για να το κατανοήσουμε αυτό, θα αρκούσε να ξαναδιαβάσουμε τον λόγο των Μακαρισμών που ξεκινά ακριβώς μιλώντας για τους φτωχούς ο Κύριος μας: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, γιατί δική τους είναι η Βασιλεία των Ουρανών». Να λοιπόν ότι ο Χριστός ανατρέπει εκείνη την τάξη την οποία έδωσε ο πεσμένος άνθρωπος στα πράγματα, δίνοντας στη φτώχεια και στο πνεύμα μια βασιλική αξιοπρέπεια τοποθετώντας την στην κορυφή του Βασιλείου Του. Θυμάστε όταν ο Δημιουργός τοποθέτησε όλα τα πλάσματα πριν από τον Αδάμ για να τα ονομάσει; Λοιπόν, εδώ είναι ο Νέος Αδάμ που δίνει το όνομα, που σημαίνει νόημα και τάξη, όχι τόσο σε πράγματα και πλάσματα, όσο στον δικό του ρόλο στη δημιουργία που ο παλιός Αδάμ έχει παραποιήσει και διαστρέψει.

Είναι λοιπόν απαραίτητο να ξεκινήσουμε από τη φτώχεια του πνεύματος (πτωχοί τω πνεύματι) και να τη διακρίνουμε, να την διαχωρίσουμε από τη φτώχεια των υλικών πραγμάτων που στα μάτια του Ιησού φαίνεται να μην έχει υπηκοότητα στο Βασίλειο Του. Ποιοι είναι λοιπόν αυτοί οι φτωχοί στο πνεύμα των οποίων θα δωθεί η Βασιλεία των Ουρανών; Σίγουρα δεν είναι οι φτωχοί που θεωρεί ο κόσμος τέτοιους και με τους οποίους έχουμε ενδιαφερθεί μέχρι τώρα. Δεν είναι οι φτωχοί που συναντάμε στις γωνιές των δρόμων, δεν είναι οι παραπεταμένοι, δεν είναι οι μετανάστες. Οι φτωχοί στο πνεύμα είναι, αυτοί που συνειδητοποιούν την κατάστασή τους ακούγοντας τον Λόγο του Θεού, τον αναγνωρίζουν και τον αποδέχονται όπως αναγνωρίζουν και αποδέχονται το μεγαλείο του Θεού. Θυμάστε τον Αδάμ και την Εύα στον επίγειο παράδεισο μπροστά στον Θεό; Ήταν γυμνοί, με την έννοια ότι αποδέχονταν την κατάστασή τους και δεν ντράπηκαν καθόλου γι’ αυτό. Μόνο μετά την αμαρτία έκρυβαν την εικόνα τους φορώντας δερμάτινους χιτώνες απορρίπτοντας την Αλήθεια και κρυβόντουσαν ενώπιον του Θεού, επιδιώκοντας την ιδέα που είχαν για τον εαυτό τους. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει ότι ο Ιησούς τους αποκαλεί πτωχούς στο πνεύμα, τονίζοντας ότι πνεύμα δεν σημαίνει ψυχή, αλλά θέληση και ότι ο Χριστός χρησιμοποίησε αυτό τον όρο διότι είναι πιο έντονο υποδεικνύοντας αυτούς που τηρούν τις εντολές.

Επομένως, οι φτωχοί στο πνεύμα, οι πολίτες της Βασιλείας του Θεού, είναι οι ταπεινοί, δηλαδή αυτοί που γνωρίζουν και αποδέχονται τη θέση που τους αρμόζει στη δημιουργία και το σχέδιο του Θεού, σε αντίθεση με την αλαζονεία του Αδάμ και της Εύας. Οι φτωχοί στο πνεύμα πεινούν για τον Θεό, βάζουν τη λογική και την ελπίδα της ζωής σε Αυτόν, δεν θέλουν να Τον αντικαταστήσουν.

Σε περισσότερες από μία ευαγγελικές περικοπές, σε αντίθεση με έναν φτωχό στο πνεύμα, βρίσκουμε τη μορφή και το πνεύμα ενός πλούσιου. Το παράδειγμα του Τελώνη και του Φαρισαίου βοηθάει: “Δυο άνθρωποι ανέβησαν στο ιερό να προσευχηθούν, ο ένας Φαρισαίος και ο άλλος Τελώνης. Ο Φαρισαίος στάθηκε επιδεικτικώς δια να προκαλή εντύπωση· και για να δοξάση τον ευατό του, και προσηύχετο· Σε ευχαριστώ, Θεέ μου, διότι δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί η και ωσάν αυτός ο τελώνης. Εγώ νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα, Δευτέρα και Πέμπτη, δίδω το δέκατον από όλα γενικώς όσα αποκτώ. Εγώ είμαι ενάρετος. Και ο Τελώνης, που εστέκετο κάπου μακρυά από το θυσιαστήριο, δεν ήθελε ούτε τα μάτια του να σηκώσει στον ουρανό, αλλ’ εκτυπούσε το στήθος του λέγων· Θεέ μου, σπλαγχνίσου με τον αμαρτωλό και συγχώρησέ με. Σας διαβεβαιώνω, ότι αυτός ο περιφρονημένος από τον Φαρισαίο Τελώνης κατέβηκε στο σπίτι του με συγχωρημένας τας αμαρτίας του αθώος και δίκαιος ενώπιον του Θεού, παρά εκείνος ο Φαρισαίος. Διότι κάθε ένας που υψώνει τον ευατό του, θα ταπεινωθεί από τον Θεό και θα καταδικασθή, ενώ εξ αντιθέτου εκείνος που ταπεινώνει τον ευατό του θα υψωθεί και θα δοξασθή από τον Θεόν». (Λουκ 18:10-14). Ο πρώτος δεν εμπιστεύεται τη σωτηρία του στον Θεό, αλλά σχεδόν σε ένα συναλλαγματικό συμβόλαιο, επιβεβαιώνει περήφανα την ορθότητά του σε σχέση με τον Νόμο και στη συνέχεια, οριζόμενος ως δικαστής, αναλαμβάνει το δικαίωμα να κατηγορήσει και να καταδικάσει τον δεύτερο που, αντίθετα εκδηλώνει την δική του γυμνότητα κατηγορώντας τον εαυτό του ως αμαρτωλό και ζητώντας έλεος.

Αυτή η παραβολή, λόγω του θέματος της φτώχειας που θέλουμε να ασχοληθούμε εδώ, είναι ακόμη πιο ξεκάθαρη υπό το φως ενός άλλου γεγονότος που αφηγείται το Ευαγγέλιο, δηλ εκείνου του πλούσιου ανθρώπου που έτρεξε να συναντήσει τον Ιησού «και πέφτοντας στα γόνατά του μπροστά του, τον ρώτησε: «Διδάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;»… και του απαντά ο Κύριος ξέρεις τις εντολές: Μη σκοτώνεις, μην μοιχεύεις, μη κλέβεις, μην δίνεις ψευδή μαρτυρία, μην εξαπατάς, τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου”. Του είπε τότε ο πλούσιος άνθρωπος: «Διδάσκαλε, όλα αυτά τα τηρώ από τα νιάτα μου». Τότε ο Ιησούς κάρφωσε το βλέμμα του πάνω του και του είπε: «Ένα μόνο σου λείπει: πήγαινε, πώλησε ό,τι έχεις και δώστα στους φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό. Και Έλα! Ακολούθησέ με!”. Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο πλούσιος πάγωσε και έφυγε στεναχωρημένος. κατείχε μάλιστα πολλά αγαθά» (Μκ 10, 17-22). Να ποιοι είναι οι φτωχοί στο πνεύμα και ποιοι αυτάρκεις, εκείνοι που αντί να “είναι”, ή μάλλον να γίνουν, προτιμούν να “κάνουν” παραμένοντας αγκυροβολημένοι στις θέσεις τους και στις βεβαιότητές τους, και για τους οποίους η σχέση με τον Θεό γίνεται μια σχεδόν συμβατική και συμφεροντολογική σχέση: τηρώ τις εντολές και εσύ μου δίνεις αυτό που υποσχέθηκες, ή πάλι, κάνω ό,τι μου λες γιατί ποτέ δεν ξέρεις, αλλά δεν αλλάζω… Από τη μια είναι εκείνοι που εμπιστεύονται στα έργα τους, στις πράξεις τους και από την άλλη είναι εκείνοι που έχουν αποκαλύψει τα όριά τους και έχουν παραδοθεί στην αγάπη του Θεού. Από τη μια παρατηρείται ότι υπάρχει ισότιμη συμβατική σχέση ενώ, από την άλλη, υπάρχει μια φιλική σχέση, από τη μια το “κάνε” και από την άλλη το “μετανόησε”.

Αλλά μετά οι φτωχοί, οι άποροι; Παραμένοντας στο Ευαγγέλιο, στις διδασκαλίες του ο Ιησούς δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται καθόλου για την υλική φτώχεια, αλλά ενδιαφέρεται για εκείνους που είναι πλούσιοι στο πνεύμα και εξαπατημένοι από την ψευδή αίσθηση αυτάρκειας και ασφάλειας που τους προσφέρει ο υλικός πλούτος αυτού του κόσμου. Και μάλιστα, είναι ο Ίδιος που λέει: «Δεν έχω έλθει να καλέσω δικαίους ή εκείνους που θεωρούν τον εαυτόν τους δίκαιο, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοια» (Λκ 5, 32). Ήρθε λοιπόν για όλους εμάς που πέφτουμε στις ψευδαισθήσεις αυτού του κόσμου, εμπιστευόμενοι τα πλούτη και τις δικές μας δυνάμεις: «Και θα πω εις την ψυχήν μου· Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά αποθηκευμένα για έτη πολλά· απόλαυσε την ζωήν, αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου.  Αφού δε τα ετοίμασε όλα και πριν προλάβη τίποτε από όλα αυτά δεν μπόρεσε να απολαύση, διότι του είπε ο Θεός· ανόητε από την κακία σου άνθρωπε απερίσκεπτε, αυτή την νύκτα, που πίστευσες ότι θα αρχίση η απολαυστική ζωη σου, απαιτούν να πάρουν από σε χωρίς αναβολή την ψυχήν σου· αυτά δε που έχεις ετοιμάσει, εις ποίον τώρα ανήκουν;» (Λκ 12:19-20).

Σε άλλα μέρη του Ευαγγελίου, η προειδοποίηση είναι ακόμη πιο σαφής: «Μη μαζεύετε θησαυρούς πάνω στη γη, όπου τους αφανίζει ο σκόρος και η σκουριά, κι όπου οι κλέφτες κάνουν διαρρήξεις και τους κλέβουν. Αντίθετα, να μαζεύετε θησαυρούς στον ουρανό, όπου δεν τους αφανίζουν ούτε ο σκόρος ούτε η σκουριά, κι όπου οι κλέφτες δεν κάνουν διαρρήξεις και δεν τους κλέβουν. Γιατί όπου είναι ο θησαυρός σας εκεί θα είναι και η καρδιά σας». (Ματ 6, 19-21). Επίσης στο απόσπασμα του Ευαγγελίου που αναφέρθηκε παραπάνω, λέει ότι ο Ιησούς προσκαλεί αυτό το άτομο να πουλήσει τα πάντα και να δώσει τα έσοδα στους φτωχούς, αλλά, σύμφωνα με την κοσμική ματιά, αυτό δεν θα ήταν ίσως η δημιουργία ενός νέου φτωχού;

Αυτές οι φράσεις μας εκτοπίζουν και μας δείχνουν ότι η διδασκαλία του Ιησού δεν είναι διδασκαλία πολιτικής οικονομίας για να αναζωογονήσει τις λιγότερο εύπορες τάξεις. Ο κίνδυνος από τον οποίο πρέπει να φύγουμε δεν είναι η υλική φτώχεια. Στην πραγματικότητα, φτωχός είναι εκείνος που μάταια προσπαθεί να συγκεντρώσει θησαυρούς σε αυτή τη ζωή εμπιστευόμενος την ύπαρξη του σε αυτούς. Φτωχός είναι εκείνος που δεν έδωσε σημασία στην πείνα του Λαζάρου και αφού πέθανε, καίγοντας στις φλόγες της κόλασης, άρχισε να προσεύχεται στον Αβραάμ να στείλει τον ζητιάνο να βρέξει τα χείλη του… (Λκ 16, 19-31)

Ωστόσο, για να ολοκληρώσουμε αυτόν τον πολύ σύντομο προβληματισμό για τη φτώχεια, δεν μπορούμε να μην αναρωτηθούμε πώς θεωρεί το Ευαγγέλιο την υλική φτώχεια σε αυτό το θέμα. Αυτοί οι φτωχοί έχουν σίγουρα σωτηριολογικό ρόλο στο Ευαγγέλιο: είναι όργανα και λόγοι σωτηρίας για όλους.

Οι πεινασμένοι, οι ξεκληρισμένοι, οι άστεγοι, οι πρόσφυγες είναι ο Λόγος του Θεού, είναι ο Λόγος που μας προτρέπει όλους να τους βοηθήσουμε, να τους βοηθήσουμε αλλά παραπάνω στη συμπόνια και το μοίρασμα. Ο ίδιος ο Ιησούς, ο ίδιος ο Λόγος, μας λέει ότι είναι ο Λόγος του Θεού που μας προτρέπει συνεχώς με αυτή την έννοια, σε αυτόν τον κόσμο που τα μετράει όλα με χρήματα, που αρνείται την αλληλεγγύη αν δεν πληρωθεί καλά, όταν απευθυνόμενος στον Ιούδα τον Ισκαριώτη λέει: «Τους φτωχούς θα τους έχετε πάντα μαζί σας» (Μκ 14:7). Και αν στη συνέχεια συνδυάσουμε αυτή τη διαβεβαίωση με την άλλη: «Εγώ είμαι πάντα μαζί σας μέχρι το τέλος των αιώνων» (Μκ 28:20) και από την άλλη πάλι: «Πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και μου δώσατε να ποιώ; Ήμουν ξένος και με υποδεχτήκατε, γυμνός και με ντύσατε, άρρωστος και με επισκεφτήκατε, στη φυλακή και ήρθατε να με δείτε…» (Ματθ. 25:35-36). Αφήνω στον αναγνώστη να μας πει ποιοι είναι αυτοί οι φτωχοί.

Με την ανθρώπινη πρόοδο, χάρη και στον Χριστιανισμό, που οδήγησε έντονα την ανάπτυξη των κοινοτήτων στο δρόμο της αλληλεγγύης, η κοινωνία οργανώθηκε όλο και περισσότερο, γι’ αυτό το κράτος, οι περιφέρειες, οι δήμοι, οι εθελοντικοί σύλλογοι και η ίδια η Εκκλησία με τις φιλανθρωπικές της δομές έχουν γίνει ένα σπουδαίο κοινωνικό σύνολο ώστε να δίνει και αυτή την ελάχιστη βοήθεια. Αλλά όλη αυτή η κίνηση κινδυνεύει να αποσπάσει και να αναισθητοποιήσει την προσωπική εμπλοκή του καθενός μας σε κάθε δραστηριότητα που πρέπει να είναι κυρίως θυσιαστική και με συμπόνια για κάθε ανθρώπινη υπόσταση. Δεν πρέπει να κρύβουμε το γεγονός ότι, βλέποντας μια οικογένεια εκδιωμένων, ή ζητιάνων (τους πραγματικούς) στους δρόμους, ή θύματα ιατρικών παραπτωμάτων ή και δικαιοσύνης, η πρώτη μας σκέψη δεν είναι η διάσωση του ανθρωπίνου προσώπου, αλλά η κριτική, γιατί αυτό, γιατί εκείνο, γιατί το τάδε ίδρυμα δεν παρενέβη κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, το σμήνος ανθρωπιστικών ή κοινωνικών οργανώσεων υποστήριξης καταλήγει να δικαιολογεί όχι τόσο την έλλειψη παρέμβασής μας, όσο την έλλειψη προσωπικής μας εμπλοκή, κάτι που είναι εντελός διαφορετικό. Ο κίνδυνος είναι να πέσουμε σε αυτή την κατηγορία ανθρώπων που τελικά, έχοντας πληρώσει τα δέκατα, πιστεύουν ότι έχουν εκπληρώσει όλες τις κοινωνικές υποχρεώσεις: πλήρωσα τους φόρους τώρα είναι το κράτος που φροντίζει γι’ αυτό, αλλιώς γιατί να πληρώνω τους φόρους;

Τώρα που η πληθώρα των «φτωχών» εμφανίζεται ακόμη πιο εκτεταμένη από πριν, προς ποιον να ασκούμε ελεημοσύνη; Ασφαλώς προς κάθε άνθρωπο που έχει την ανάγκη μας, και ένα παραπάνω γιατί σε αυτή τη σχέση αδελφοσύνης, είμαστε εμείς οι φτωχοί και άποροι που πρέπει να μαζέψουμε τους περίφημους θησαυρούς για το παράδεισο. Αλλά ας μην ξεχνάμε επίσης, ότι μεταξύ των φτωχών που χρειάζονται βοήθεια υπάρχουν και εκείνοι που πιστεύουν ότι απολαμβάνουν τη ζωή κυνηγώντας τις ψευδαισθήσεις αυτού του μάταιου κόσμου που φανερώνει την δύναμη του, στον πλούτο, στα χρήματα, στη δύναμη, στο σεξ, προτάσσοντας τα ως ελκυστικά και ικανοποιητικά. Για αυτό το είδος φτωχού ήλθε ο Ιησούς: «Το Πνεύμα του Κυρίου με κατέχει, γιατί ο Κύριος με έχρισε και μ’ έστειλε ν’αναγγείλω το χαρμόσυνο μήνυμα στους φτωχούς να θεραπεύσω τους συντριμμένους ψυχικά. Στους αιχμαλώτους να κηρύξω απελευθέρωση και στους τυφλούς, να βρουν το φως τους, να φέρω λευτεριά στους τσακισμένους, να αναγγείλω του καιρού τον ερχομό που ο Κύριος θα φέρει τη σωτηρία στο λαό του.» (Λκ 4:18).

Κι εμείς είμαστε φτωχοί και αξίζουμε βοήθεια όταν η λάμψη αυτού του κόσμου σχεδόν προκαλεί φθόνο σε όσους, έστω και θεμιτά ζουν μια άνετη, ανέμελη ζωή, που δεν τους λείπει τίποτα, δείπνα, ταξίδια, αυτοκίνητα, βίλες.

Εμείς οι αυτοαποκαλούμενοι Χριστιανοί είμαστε υπεύθυνοι για τους όλους τους αδελφούς μας και μη, ακόμη και τους πλούσιους και ισχυρούς, που χάνονται σε αυτή τη νύχτα. Πρέπει να είμαστε μάρτυρες του Φωτός. Και αύριο θα μας ζητήσουν να λογοδοτήσουμε σαν τον Κάιν: πού είναι ο αδερφός σου; Γιατί δεν είναι εδώ;

Ακόμη και πριν από το κήρυγμα του Χριστού, τρεις άνθρωποι είχαν καταφέρει να ξεφύγουν από τις ψευδαισθήσεις αυτού του κόσμου, και μπόρεσαν να δουν σε ένα παιδί ξαπλωμένο σε μια φάτνη, καθώς και την Θεανθρωπότητά του και τη Βασιλεία Του. Δεν πρέπει λοιπόν να ξεχνάμε ότι το Παιδί στη φάτνη είναι ο Βασιλιάς των Ουρανών, και όχι ένας φτωχός! Όπως και η αγχόνη του Σταυρού είναι ο Θρόνος του Βασιλιά, του Σωτήρα Μας. Εδώ είναι η αποκάλυψη, η εκδήλωση νέων ουρανών και νέων γης. Η Οικονομία που ο Θεός έχει δημιουργήσει για τη σωτηρία μας, σημαίνει να ζουμε με πίστη, να κοιτάμε τα πράγματα, τον κόσμο, τον πλησίον μας με διαφορετικά μάτια, με μάτια που θα μεταμορφώσουν και θα αγιάσουν κάθε τι καταστροφικό που προκάλεσε η ανθρώπινη ύπαρξη στο διάβα των αιώνων.

Paolo Scagliarini